- κανταρτζής
- οο κατασκευαστής κανταριών.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κανταρτζής ή Κανταρτζόγλου, Θεόδωρος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Κάσο και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στην Αλεξάνδρεια. Στρατολόγησε πολλούς συμπατριώτες του από την Αίγυπτο, μεταφέροντάς τους στην Κάσο με το δικό του πλοίο για να λάβουν μέρος στην Επανάσταση. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek